κρίθινος

κρίθινος
-η, -ο (AM κρίθινος, -ίνη, -ον) [κριθή]
παρασκευασμένος από κριθάρι, κριθαρένιος (α. «κρίθινο ψωμί» β. «καὶ κρίθινον κόλλικα δούλιον χόρτον», Αθήν.)
αρχ.
φρ. α) «κρίθινος Δημοσθένης» — παρωνύμιο τού ρήτορα Δεινάρχου
β) «οἶνος κρίθινος» — ο ζύθος, η μπίρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρίθινος — made of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίθινος — η, ο που έγινε από κριθάρι (κριθάλευρο), κριθαρένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κριθίνων — κρίθινος made of fem gen pl κρίθινος made of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίθινον — κρίθινος made of masc acc sg κρίθινος made of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθίνη — κρίθινος made of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθίνην — κρίθινος made of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθίνης — κρίθινος made of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθίνοις — κρίθινος made of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθίνου — κρίθινος made of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθίνους — κρίθινος made of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”