- κρίθινος
- -η, -ο (AM κρίθινος, -ίνη, -ον) [κριθή]παρασκευασμένος από κριθάρι, κριθαρένιος (α. «κρίθινο ψωμί» β. «καὶ κρίθινον κόλλικα δούλιον χόρτον», Αθήν.)αρχ.φρ. α) «κρίθινος Δημοσθένης» — παρωνύμιο τού ρήτορα Δεινάρχουβ) «οἶνος κρίθινος» — ο ζύθος, η μπίρα.
Dictionary of Greek. 2013.